- μεσαίτερα
- μέσοςbneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσαίτερος — μεσαίτερος, έρα, ον (Α) συγκριτ. τ. τού μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῡ μέσου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. συγκρ. τερος (πρβλ. παλαίτερος)] … Dictionary of Greek